- μεσόγειος
- -α, -ο, θηλ. και -ος και μεσόγαιος, -α, -ο (Α μεσόγειος, -ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, -ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, -ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, -ων, επικ. τ. μεσσόγεως, -ων)1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος, στεριανός, ηπειρωτικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσόγεια και τα μεσόγαιαη ενδοχώρανεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Μεσόγειαη περιοχή τής Αττικής που βρίσκεται ανατολικά τού Υμηττού2. το θηλ. ως ουσ. η Μεσόγειοςη θάλασσα που βρίσκεται ανάμεσα στη νότια Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική και τη δυτική Ασίααρχ.1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ μεσόγεια, μεσόγαια, μεσόγειος και τὸ μεσόγαιοντο εσωτερικό μιας χώρας, η ενδοχώρα («ἦσαν δὲ Πηδασέες οἰκέοντες ὑπὲρ Ἁλικαρνησσοῡ μεσόγαιαν», Ηρόδ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσόγειαη ήπειρος3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Μεσόγειοιοι κάτοικοι τής ενδοχώρας τής Αττικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -γειος και -γαιος και -γεως (< γη). Για τη μορφή τού β' συνθετικού βλ. λ. γη].
Dictionary of Greek. 2013.